Ο πύργος της Βαβέλ θεμελιώθηκε επί βασιλιά Αρμαχάν του Τυροκαυτερολάγνου, χτίστηκε επί αυτοκράτορα Δουρκεσίν του Χλεμπονιάρη και εγκαινιάστηκε περίπου το 900 π.Κ. (προ Καραγκιόζη) από τον κόμη Δρακουλίδη, πρόγονο τις Δυναστείας των Δρακουλαίων (Δρακουλάκη, Δρακουλόπουλου, Δρακούλογλου και Δράλουλα των Τουρκοβουνίων, που αργότερα μετακόμισε στα Καρπάθια όρη για περισσότερη δροσιά).
Και όλα αυτά στις Κουκουβάουνες του δήμου Συπαλητού,
για να βλέπει ο κάθε περίεργος από που φυσάει ο άνεμος!
Στον πύργο έβρισκες μία κρεβατοκάμαρα υψηλής αισθητικής σε φούξ αποχρώσεις, ενώ τα έπιπλα ήταν από ανθεκτικό μαόνι και πασαλειμμένα με λάδι καλαματιανό, ταχίνι και μερέντα, γνωστό χημικό
μείγμα τις εποχής, για να μην πλησιάζουν και το τρώνε τα σκουλήκια.
Μεγάλη εντύπωση έκανε και το τρίφυλλο ψυγείο που εμπεριείχε σκορδαλιά και σουμάδες!
Υπήρχε επίσης σαλοκουζίνα με ανεμιστήρα καρφωμένο με ταβανόπροκες στο ταβάνι.
Φημίζονταν επίσης και για τις 842 τουαλέτες που διέθετε, χτισμένες από τον από τον κόμη Μοντεμήτσο,
ο οποίος είχε σοβαρότατο πρόβλημα λειτουργίας του εντέρου του, με αποτέλεσμα να τα κάνει όπου βρει, μαζί με τις αγελάδες του!
Και παρόλο τον αριθμό των αποχωρητηρίων που κατασκεύασε, ποτέ του δεν κατάφερε να βρει χώρο και τρύπα.
Αφοδεύοντας λοιπόν εδώ και εκεί, και σκορπώντας μπόχα ανυπόφορη, προκάλεσε την οργή του Υψίστου, με αποτέλεσμα αυτός αρχικά να στέψει τις στροφές του ανεμιστήρα ανάποδα, δείχνοντας σημάδια αγανάκτησης.
Επειδή όμως ούτε ο Κόμης Μοντεμήτσος, ούτε τα γελάδια του έβαλαν μυαλό, αναγκάστηκε, και σύμφωνα πάντα με το Σύνταγμα, να μπερδέψει τις γλώσσες τους με τα αυτιά τους.
Και αν και έτρωγαν με τα αυτιά, δεν μπορούσαν να ακούσουν με τις γλώσσες.
Κάποιοι που προσπάθησαν να τους βοηθήσουν, σαγηνεμένοι από τον πύργο,
την πάτησαν και αυτοί, μιας και οι ενέργειές τους ήρθαν σε σύγκρουση με το θέλημα του Υψίστου.
Σ΄αυτούς μπέρδεψε την ομιλία τους.
Άλλοι άρχισαν να μιλάνε τσακώνικα και άλλοι ποντιακά.
Άλλοι αρβανίτικα και άλλοι καλιαρντά.
Συνεννόηση μπουζούκι ένα πράγμα.
Αυτή είναι η ιστορία του πύργου.
Όσο για τους φίλους που προσπάθησαν να βοηθήσουν, ακόμη και σήμερα δεν μπορούν να συνεννοηθούν.
Άλλα καταλαβαίνουν στο εξωτερικό, άλλα λένε στο εσωτερικό.
κείμενο: Θεοδωρίδης Βλαδίμηρος