Η Μελίβοια, που επέστρεψε από τον Κίσαβο μαζί με τις άλλες μαινάδες, τώρα βάζει πλυντήριο,
διότι τα άπλυτα κόντεψαν να ξεπεράσουν και τον Όλυμπο, πράγμα που εκνεύρισε τον θεό Δία.
Και εκεί που έβαζε την χλαμύδα στο πλυντήριο, να σου πετιέται και ένα χαρτάκι με το όνομα Ιόνη.
Αμέσως κατευθύνεται προς τον Οινοκράτη και του ρίχνει μια σφαλιάρα, μα μια σφαλιάρα ...
Μα καλά, τρελάθηκες, τη με χτυπάς, της αποκρίνεται έκπληκτος ο Οινοκράτης.
Τι είναι αυτό το χαρτάκι που είχες στη χλαμύδα σου και γράφει Ιόνη;
Δεν θυμάσαι που πριν από δύο εβδομάδες πήγα στον ιππόδρομο; Ιόνη είναι το όνομα του αλόγου που είχα ποντάρει.
Πω πω, με συγχωρείς. Ώρες ώρες και εγώ δεν καταλαβαίνω πως γίνομαι τόσο ζηλιάρα.
Ελπίζω να μη σε πόνεσα πολύ.
Και ενώ όλα πήγαινα καλά ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο.
Και ο εκνευρισμός της Μελίβοιας τεράστιος.
Παίρνει αμέσως τηλέφωνο στις αδερφές της, την Μηθώνη, την Ολιζώνα και την Θαυμακία.
Και ο εκνευρισμός έγινε όργή.
Και η οργή της ήταν τόσο μεγάλη, που αρχικά θέλησε να χρησιμοποιήσει το τόξο του Φιλοκτήτη, γιο του Παίαντα και της Δημώνασσας, που το κληρονόμησε από τον πατέρα του, ο οποίος με τη σειρά του το είχε από τον Ηρακλή.
Αλλά την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και προτίμησε το τηγάνι.
Και ενώ ο Οινοκράτης διάβαζε αμέριμνος τον πάπυρό του καθήμενος στην κουζίνα, ξαφνικά του έρχεται μια τηγανιά στο κεφάλι.
Μα καλά τη έπαθες πάλι, της ρωτάει.
Τηλεφώνησε το άλογό σου και σε θέλει ...
ανέκδοτο-διασκευή: Θεοδωρίδης Βλαδίμηρος